- κυανέμβολος
- κῠᾰν-έμβολος, ον,A = κυανόπρῳρος, πρῷραι E.El.436, Ar.Ra.1318;
τριήρεις Id.Eq.554
.—Only in lyr.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριήρεις Id.Eq.554
.—Only in lyr.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυανέμβολος — κυανέμβολος, ον (Α) κυανόπρωρος* («καὶ κυανέμβολοι θοαὶ μισθοφόροι τριήρεις», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ἔμ βολος (< ἐμ βάλλω), πρβλ. τρι έμ βολος, χαλκ έμ βολος] … Dictionary of Greek
κυανεμβόλοις — κυανέμβολος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανεμβόλοισιν — κυανέμβολος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανέμβολοι — κυανέμβολος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύανος — ο (AM κύανος, ο, η Α και κυανός) βαθυκύανη, σκούρα μπλε χρωστική ουσία, με την απόχρωση και τη στιλπνότητα τού λαζουρίτη μσν. αρχ. το βαθυκύανο, κυανόμαυρο στιλπνό χρώμα αρχ. 1. ο λαζουρίτης λίθος, από τη σκόνη τού οποίου κατασκεύαζαν χρωστική… … Dictionary of Greek